- στέφος
- το, ΝΜΑνεοελλ.μτφ. δόξα, φήμη («προσμένουσιν / οι ουρανοί το στέφος του / και τ' όνομά του [τού ήρωος]», Κάλβ.)μσν.εκκλ. το στεφάνι τού μαρτυρίουαρχ.1. στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.)2. σπονδή3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στέφεα«στεφῶνεςἐν Ὀποῡντι τόπος στεφάνων καλεῑται»4. φρ. «τὸ στέφος τών φιλοσόφων» — χαρακτηρισμός τού Ζωσίμου ως τού πρώτου μεταξύ τών φιλοσόφων.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.